- ὕδρου
- ὕδροςwater-snakemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ГИДРУНТУМ — • Hydruntum, ο̉ Ύδρου̃ς, н. Отранто, один из древнейших городов Калабрии на восточном берегу с отличной гаванью; он был позже римским муниципием и служил местом переправы в Грецию. Liv. 36, 21. Cic. ad. fam. 16, 9. Cic. ad Att. 15, 21 … Реальный словарь классических древностей
КЕОС — • Ceos, Κέως, Kia, Cea, поэтическое название Ύδρου̃σσα вследствие многочисленных источников и ручьев, н. Τζία или Чия, один из кикладских островов, в Миртойском море между южной оконечностью Эвбеи и Кифном, величиной в 3 кв. мили,… … Реальный словарь классических древностей
δίκτυο — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αόρατος στα πλάτη μας. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Δοράδας, του Ωρολογίου, του Ύδρου και του Ιπτάμενου Ιχθύος. Ονομάστηκε έτσι το 1763 από τον Λακάγ, προς τιμήν του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Δοράς — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Τράπεζας, του Ιπτάμενου Ιχθύος, του Οκρίβαντος, του Γλυφείου, του Ωρολογίου του Δικτύου και του Ύδρου. Παλαιότερα ονομαζόταν Ξιφίας, ενώ η σημερινή του… … Dictionary of Greek